- ξακουστός
- -ή, -όξακουσμένος, ονομαστός, φημισμένος, περίφημος, διάσημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ακουστός (< ἐξ-ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-*με επιτ. σημ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξακουστός — ή, ό φημισμένος, ξακουσμένος, ονομαστός, περίφημος: Ετούτος είναι ξακουστός κι όλοι τον επαινούσι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξακουστός — και ξακουστός, ή, ό (AM ἐξάκουστος, ον, Μ και ἐξακουστός, ἀξακουστός, ξακουστός, ή, όν) [εξακούω] ακουστός σε πολύ κόσμο, φημισμένος αρχ. μσν. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής μσν. ωραίος, εξαιρετικός … Dictionary of Greek
ξακουσμένος — η, ο ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ ακουσμένος (< εξ ακούω), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
αγροικητός — και αγροικιστός, ή, ό [αγροικώ] 1. αυτός που εχει γίνει γνωστός από φήμη, ακουστός 2. ξακουστός, διάσημος … Dictionary of Greek
αείφατος — ἀείφατος, ον (Α) αυτός για τον οποίο πάντοτε γίνεται λόγος, που διαρκώς εξυμνείται, ο αιώνια ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φατός < φημί] … Dictionary of Greek
ακουσμένος — η, ο (παθ. μτχ. τού ακούω) 1. διάσημος, ξακουστός 2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος … Dictionary of Greek